Thursday, March 16, 2017

Συνδεσμολογίες Θερμοστάτη



Πριν από οτιδήποτε άλλο… Η ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΠΡΩΤΑ.

Αν κάποιος δεν είναι εξοικειωμένος με ηλεκτρικές εγκαταστάσεις ας ζητήσει βοήθεια. Το ηλεκτρικό ρεύμα σκοτώνει, ειδικά όταν εργαζόμαστε σε μια εγκατάσταση που δεν διαθέτει προστασία με ρελέ διαφυγής. Σε γενικές γραμμές, ποτέ δεν εκτελούμε ηλεκτρολογικές εργασίες σε βρεγμένο χώρο, φοράμε πάντα τα κατάλληλα μέσα ατομικής προστασίας, χρησιμοποιούμε τα κατάλληλα μέσα και εργαλεία.

Επίσης, σε περίπτωση λανθασμένης συνδεσμολογίας πολύ πιθανό να προκληθεί βλάβη στον συνδεδεμένο εξοπλισμό ή/και ατύχημα. Καμία ευθύνη δεν φέρω αν κάτι τέτοιο συμβεί. Ο κάθε ένας έχει τις ευθύνες των πράξεων του.
Ξεκινάμε…

Για τον έλεγχο θερμοκρασίας και την ψύξη κατά την διάρκεια αλκοολικής ζύμωσης (ή και μετά από αυτήν) έχω χρησιμοποιήσει κατά καιρούς διάφορες ψυκτικές διατάξεις. Για τον έλεγχο τους είναι απαραίτητη η χρήση ενός θερμοστάτη. Κάποτε είχα φτιάξει έναν δικό μου τα τελευταία χρόνια όμως χρησιμοποιώ την γνωστό και μη εξαιρετέο STC-1000 ο οποίος και φτηνός είναι και προσφέρει πολλές δυνατότητες παραμετροποίησης.

Οι οδηγίες χρήσης που συνοδεύουν τον θερμοστάτη περιέχουν ένα διάγραμμα καλωδίωσης ορισμένες παραλλαγές του θα παρουσιάσω πιο κάτω.

Η βασική λειτουργία του θερμοστάτη είναι να ελέγχει διάταξη που θα μπορούσε να είναι ένα ψυκτικό μηχάνημα, μια αντλία ανακυκλοφορίας ψυχρού νερού κλπ. Θα μπορούσε βεβαίως να ελέγχει και μία θερμαντική διάταξη, για την απλοποίηση της παρουσίασης όμως δεν θα ασχοληθώ με αυτό. Έτσι λοιπόν σε γενικές γραμμές ο θερμοστάτης μετρά συνεχών την θερμοκρασία του μούστου / κρασιού και εκκινεί μία ψυκτική διάταξη όταν αυτή ξεπεράσει το όριο στο οποίο εμείς έχουμε προγραμματίσει τον θερμοστάτη.

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να συνδεθεί και να λειτουργήσει σωστά ο θερμοστάτης. Το ποια συνδεσμολογία θα επιλέξουμε εξαρτάται κυρίως από το αν ο θερμοστάτης μας και ο προς έλεγχος εξοπλισμός έχουν την ίδια τάση λειτουργίας και δευτερευόντως από το ποια συνδεσμολογία μας βολεύει και κατανοούμε καλύτερα. Υπάρχει επίσης διαφοροποίηση στο εάν θα επιλέξουμε ο Θερμοστάτης και ο Εξοπλισμός να έχουν κοινό σημείο τροφοδοσίας (αν έχουν ίδια τάση λειτουργίας βεβαίως) ή αν θα τροφοδοτούνται από διαφορετικά σημεία. Στην περίπτωση που ο Θερμοστάτης έχει διαφορετική τάση λειτουργίας από τον Εξοπλισμό τότε η συνδεσμολογία με δύο ανεξάρτητες τροφοδοσίες είναι μονόδρομός.

Οι επιλογές που έχουμε λοιπόν συνοψίζονται ως εξής:

1.       Θερμοστάτης και εξοπλισμός με ίδια τάση λειτουργίας.
1.1.    Κοινό σημείο τροφοδοσίας Θερμοστάτη και Εξοπλισμού.
1.2.    Διαφορετικό σημείο τροφοδοσίας Θερμοστάτη και Εξοπλισμού.
2.       Θερμοστάτης και εξοπλισμός με διαφορετική τάση λειτουργίας.
2.1.    Διαφορετική τροφοδοσία θερμοστάτη και εξοπλισμού.

Έφτιαξα κάποια σκαριφήματα για να γίνει κατανοητός ο τρόπος συνδεσμολογίας.

Με Μπλε γραμμή έχω συμβολίσει τον ουδέτερο στην περίπτωση του εναλλασσόμενου ρεύματος και τον αρνητικό πόλο στην περίπτωση του συνεχούς.
Με Καφέ γραμμή έχω συμβολίσει την φάση στην περίπτωση του εναλλασσόμενου ρεύματος και τον θετικό πόλο στην περίπτωση του συνεχούς.
Vac = Τάση στο εναλλασσόμενο ρεύμα (alternative current)
Vdc = Τάση στο συνεχές ρεύμα (direct current)


Σκαρίφημα 1

Στο πρώτο σκαρίφημα έχουμε την περίπτωση που ο θερμοστάτης και ο ελεγχόμενος εξοπλισμός έχουν την ίδια τάση τροφοδοσίας. Αυτή θα μπορούσε να είναι είτε 230Vac ή 24Vdc ή 12Vdc ή οτιδήποτε άλλο, αρκεί να είναι ίδια και για τις δύο συσκευές. Στην περίπτωση αυτή τροφοδοτούμε τον θερμοστάτη από μία πρίζα δικτύου και μέσω του θερμοστάτη τροφοδοτούμε και τον ελεγχόμενο εξοπλισμό. Στην περίπτωση που ο θερμοστάτης έχει τάση λειτουργίας 24Vdc η τροφοδοσία του φυσικά θα γίνει μεσώ ενός κατάλληλου τροφοδοτικού (αντάπτορας) τοίχου. Στην συνδεσμολογία αυτή ουσιαστικά βραχυκυκλώνουμε τον ουδέτερο του θερμοστάτη και της ελεγχόμενης συσκευής με τον ουδέτερο του δικτύου και οδηγούμε την φάση που παραλαμβάνουμε από την τροφοδοσία του θερμοστάτη (επαφή 1) προς την συσκευή μέσω της ελεγχόμενης επαφής ψύξης (επαφές 7 & 8).

Το μειονέκτημα αυτής της συνδεσμολογίας είναι ότι η ελεγχόμενη συσκευή είναι μόνιμα συνδεδεμένη στον θερμοστάτη οπότε έχει νόημα να την χρησιμοποιήσουμε σε μία μόνιμη εγκατάσταση. Το δεύτερο μειονέκτημα της είναι ότι όπως έχω ήδη πει υπάρχει ο περιορισμός του να έχουν ίδια τάση λειτουργίας και ο θερμοστάτης και ο ελεγχόμενος εξοπλισμός. Ένα τρίτο σημείο που πρέπει να προσεχθεί, ειδικά στην περίπτωση που η τάση τροφοδοσίας είναι 12Vdc ή 24Vdc, είναι το τροφοδοτικό που θα χρησιμοποιηθεί να έχει την δυνατότητα παροχής ρεύματος για τον ελεγχόμενο εξοπλισμό και όχι για τον θερμοστάτη (δεδομένου ότι το ρεύμα που «τραβάει» ο θερμοστάτης είναι ελάχιστο)

Μία εναλλακτική της πιο πάνω συνδεσμολογίας είναι αυτή κατά την οποία οι διακλαδώσεις δεν γίνονται πάνω στις επαφές του θερμοστάτη αλλά αντί αυτού χρησιμοποιούμε μια κλεμμοσειρά (κλέμμες πολυφώτού) για ευκολία όπως φαίνεται στο παρακάτω σκαρίφημα.


Σκαρίφημα 2

Μία πολύ πιο ευέλικτη (όσον αφορά την συνολική εγκατάσταση) συνδεσμολογία είναι αυτή μέσω της οποίας ο θερμοστάτης ελέγχει μία πρίζα (ρευματοδότη). Για να γίνει αυτό η καλωδίωση πρέπει να γίνει σύμφωνα με το επόμενο σκαρίφημα.


Σκαρίφημα 3

Με αυτήν την συνδεσμολογία η τροφοδοσία του ελεγχόμενου εξοπλισμού δεν χρειάζεται να είναι καλωδιωμένη πάνω στον θερμοστάτη με όποια πλεονεκτήματα αυτό συνεπάγεται. Δεδομένου σε αυτήν την συνδεσμολογία ελέγχουμε έναν ρευματοδότη μέσω του οποίου θα ελέγξουμε τον εξοπλισμό είναι προτιμότερο ο θερμοστάτης να έχει τάση λειτουργίας 230Vac ούτως ώστε αυτή να είναι και η τάση που θα λαμβάνουμε από ελεγχόμενο ρευματοδότη. Η τροφοδοσία του ελεγχόμενου εξοπλισμού σε περίπτωση που αυτός έχει άλλη τάση λειτουργίας θα πρέπει να γίνει συνδέοντας στον ελεγχόμενο ρευματοδότη το κατάλληλο τροφοδοτικό (αντάπτορας). Έτσι λοιπόν αίρονται όλα τα μειονεκτήματα της πρώτης συνδεσμολογίας (μονιμότητα σύνδεσης, όμοια τάση λειτουργίας κλπ.)

Υπάρχει και μία Τρίτη περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει τελείως ανεξάρτητη πηγή τροφοδοσίας το ελεγχόμενου εξοπλισμού οπότε σε αυτή την περίπτωση η καλωδίωση θα πρέπει να γίνει κάπως έτσι.

Σκαρίφημα 4

Ουσιαστικά κόβεται το καλώδιο της φάσης ή του θετικού πόλου (ανάλογα με την περίπτωση) και αυτό περνάει μέσα από την ελεγχόμενη επαφή ψύξης (επαφές 7&8).

Σε κάθε περίπτωση επιλέγουμε την συνδεσμολογία σύμφωνα με τις ανάγκες μας.

Tuesday, March 14, 2017

Οινόραμα 2017



Οινόραμα 2017. Η μεγαλύτερη έκθεση του Ελληνικού κρασιού στον κόσμο όπως αυτάρεσκα δηλώνει ο τίτλος του και που δεν μπορεί κανείς να πει ότι δεν ισχύει.

Ο λόγος τους αριθμούς.

Το φετινό Οινόραμα φιλοξένησε συνολικά 205 εκθέτες εκ’ των οποίων οι 177 ήταν Έλληνες παραγωγοί (γράφημα 1).

Γράφημα 1

Η προέλευση των Ελληνικών ετικετών είχε την πιο κάτω γεωγραφική κατανομή (γράφημα 2).


Γράφημα 2

Οι ποικιλίες που χρησιμοποίησαν οι Έλληνες παραγωγοί για τις οινοποιήσεις τους ήταν στο σύνολό τους 105 εκ των οποίων οι 100 χρησιμοποιήθηκαν και σε μονοποικιλικές οινοποιήσεις. Οι 10 πιο συχνά χρησιμοποιημένες ποικιλίες για χρήση σε μονοποικιλιακές οινοποιήσεις ήταν οι εξής (γράφημα 3)


Γράφημα 3

Εκτός από τους Έλληνες παραγωγούς στην έκθεση φιλοξενήθηκαν και ετικέτες από διάφορες χώρες του εξωτερικού μέσω των διανομέων τους με την Ιταλία να έχει την μερίδα του λέοντος (γράφημα 4)


 Γράφημα 4

Μία έκθεση όπως το οινόραμα, θέλει ιδιαίτερη μεταχείριση. Στο τέλος της ημέρας θα διαπιστώσει κανείς ότι το να μαζεύονται σχεδόν όλα τα οινοποιεία της Ελλάδας σε έναν χώρο, έχει τα καλά του αλλά έχει σαφώς και τις άσχημες πλευρές του. Αναφερόμενος στο βασικότερο θετικό της έκθεσης θα έλεγα ότι σαφώς και είναι καλό στο να δίνεται η δυνατότητα σε έναν οινόφιλο να δοκιμάσει ένα κρασί που είτε είναι δυσεύρετο είτε πολύ ακριβό για την τσέπη του από την άλλη όπως υπάρχουν και κρασιά (ακόμη και μεγάλα κρασιά) που σαφώς αδικούνται μέσα τον κυκεώνα της έκθεσης.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτής της έκθεσης είναι ότι κάθε χρόνο θα βρεθώ μπροστά σε μια αποκάλυψη, ένα οινοποιείο έκπληξη  και συνήθως αυτό έρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις. Περισσότερα στην συνέχεια.

Φέτος λοιπόν διάλεξα να γνωριστώ καλά με το Μοσχοφίλερο και το Ξινόμαυρό, έτσι η λίστα μου ξεκίνησε να δομείται απαριθμώντας το σύνολο των εκθετών που διαθέτουν ετικέτα και μονοποικιλιακές οινοποιήσεις αυτών των ποικιλιών. Μετά προσθεσα στην λίστα μου κάποια μεμονωμένα οινοποιεία που θα ήθελα να γνωρίσω καλύτερα. Έτσι λοιπόν στην λίστα μου μπήκαν όλα το οινοποιεία της περιοχής του Ασπρόκαμπου στην Νεμέα (Μπίζιος, Πυργάκης & Στροφιλιά), το οινοποιείο του Αϊβαλή επίσης από την Νεμέα για το οποίο τόσα έχω ακούσει, το οινοποιείο του Σλάβου από την Κεφαλλονιά & το οινοποιείο του κ. Κίτου από την Λάρισα (KG Wines). Αφού εκτίμησα ότι μετά από όλα αυτά θα αντέχω ακόμα, πρόσθεσα άλλες δύο ποικιλίες τις οποίες θα ήθελα να γνωρίσω, το Μαυροτράγανο για το οποίο πολύς λόγος έχει αρχίσει να γίνεται τελευταία και την Μαυροδάφνη στη ξηρή της εκδοχή. Και επειδή είμαι πλεονέκτης πρόσθεσα στην λίστα μου καμιά εικοσαριά ετικέτες για τις οποίες κάτι άκουσα ή διάβασα μέσα στην χρονιά ή είχαν κάτι που μου κίνησε το ενδιαφέρον. Και επειδή η πλεονεξία δεν έχει όρια πρόσθεσαν και όλους τους ξηρούς τα σταφύλια των οποίων τρυγήθηκαν πριν από 10 χρόνια και άνω.

Ξεκινάω από το Μοσχοφίλερο. Μου έκανε τρομερή εντύπωση η ομοιομορφία και η τυπικότητα που βρήκα στο 80% των ετικετών και το λέω αυτό όχι κατ’ ανάγκη με την καλή την έννοια. Θα μπορούσε να πει κανείς, υπερβάλλοντας λίγο, ότι όλα τα κρασιά που ανήκαν σε αυτό το ποσοστό βγήκαν από την ίδια δεξαμενή. Αψεγάδιαστα, ευχάριστα, τραγανά και καλοκαιρινά αλλά όλα ίδια.

Υπήρξαν όμως και κάποια οινοποιεία που έδειξαν κάτι το διαφορετικό από τον μέσο όρο της ποικιλίας και αυτά τα οινοποιεία είχαν να κάνουν με περιοχές εκτός ΠΟΠ Μαντίνειας. Δεν λέω ότι ήταν κατ’ ανάγκη καλύτερα αλλά σίγουρα έσπαγαν τυπικότητα ποικιλίας. Τέτοια δείγματα ήταν του κτήματος Βογιατζή, της οινοποιητικής Μονεμβασιάς, του κτήματος Μπίζιος και του Παναγιωτόπουλου.

Παρόλα αυτά όμως τα κορυφαία Μοσχοφίλερα τα δοκίμασα μέσα από τις ετικέτες του Οινοποιείου Τρούπη. Μακράν ο καλύτερος. Θα τολμούσα να πω ότι παίζει μπάλα μόνος του όσον αφορά την ποιότητα και την πολυπλοκότητα των οινοποιήσεων του.

Τέλος μια ειδική αναφορά θα κάνω στο Μοσχοφίλερο που δοκίμασα από τα παιδιά του τμήματος Οινολογίας του ΤΕΙ Αθηνών τα οποία κατάφεραν να φτιάξουν ένα κρασί που βρισκόταν πολύ πάνω από τον μέσο όρο της κατηγορίας και έβαλαν τα γυαλιά σε πολλούς επαγγελματίες του κλάδου.

Σειρά είχαν τα Ξινόμαυρα. Μετά από το πρώτο σοκ που πήρα δοκιμάζοντας το πρώτο Ξιόμαυρο (δεν ξέρω αν ήταν και το πιο τανικό από όλα  ή μου φάνηκε έτσι γιατί είχε την ατυχία να το δοκιμάσω πρώτο) η κατάσταση εξομαλύνθηκε με πολύ ενδιαφέρουσες ετικέτες.

Εδώ με περίμενε η μεγάλη έκπληξη του φετινού Οινοράματος που ακούει στο όνομα Μελιτζανής. Ο τύπος φτιάχνει απίστευτα κρασιά. Δοκίμαζα και δεν το πίστευα. Για εμένα ήταν η μεγάλη αποκάλυψη της φετινής έκθεσης. Ένα οινοποιείο τα κρασιά του οποίου θα ψάξω να αγοράσω, θα τα προτείνω σε γνωστούς και φίλους και στην πρώτη ευκαιρία θα το επισκεφτώ.

Επίσης ξεχώρισα τα κρασιά του συνεταιρισμού Βαένι Νάουσα τα οποία κινήθηκαν στην κορυφή της κατηγορίας, και την σειρά του Μπουτάρη όπου είχα την ευκαιρία να δοκιμάσω Ξινόμαυρα οινοποιομένα πριν από 10 και 23 παρακαλώ πολύ χρόνια χρόνια. Σεβασμός.

Πολύ καλές εντυπώσεις μου άφησαν επίσης και οι ετικέτες του Θυμιόπουλου και του Χρυσοχόου.

Ακολούθησε άλλη μία μεγάλη αποκάλυψη για εμένα που αυτή τη φορά είχε να κάνει με μία ποικιλία και τους ερυθρούς ξηρούς που αυτή μπορεί να δώσει. Μιλάω για την Μαυροδάφνη που απ’ ότι διαπίστωσα η φήμη που έχει στην γλυκιά της εκδοχή μπορεί τελικά και να την αδικεί. Μιλάμε για μεγάλα κρασιά, ΚΡΑΣΑΡΕΣ, όλα ένα κι ένα. Μεστά και γεμάτα που θαρρείς ότι μπορούν να τραβήξουν όσο βαρέλι βαστάει η καρδιά (και η τσέπη) του οινοποιού χωρίς κανένα πρόβλημα.

Ο κύκλος της γνωριμίας μου με τις ποικιλίες έκλεισε με το νησιωτικό Μαυροτράγανο. Αφορμή για να την έξαψη της περιέργειας μου ήταν ότι το Μαυροτράγανο είναι η ποικιλία που χρησιμοποιείται σε μια από τις ακριβότερες ετικέτες ερυθρού οίνου στην Ελλάδα. Και επειδή πάνω κάτω όλες οι ετικέτες με Μαυροτράγανο έχουν τιμή πάνω από τις αντοχές μου εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία που μου δίνουν τέτοιου είδους εκθέσεις για να δοκιμάσω κρασιά που πιθανότητα θα έχω την ευκαιρία να ξαναδοκιμάσω σε μία μελλοντική έκθεσης οίνου αλλά ποτέ στο σπίτι μου. Το Μαυροτράγανο λοιπόν είναι μια όντως εντυπωσιακή ποικιλία που πάνω απ’ όλα την χαρακτηρίζει μια νοστιμάδα.

Αφού «ξέμπλεξα» με τις ανά ποικιλία γευσιγνωσίες, ακολούθησε η τριάδα των οινοποιείων που βρίσκονται στην υψηλότερη αμπελουργική ζώνη της Νεμέας και που τα αμπέλια τους συγκεντρώνονται γύρω από το χωριό του Ασπρόκαμπου. Η ζώνη, ακολουθείται από την φήμη ότι μπορεί να δώσει άριστα ροζέ κρασιά. Αυτό είναι κάτι που ισχύει στο έπακρο όπως απέδειξε το απίστευτα λουλουδάτο ροζέ του κτήματος Μπίζιου. Εγώ ήθελα να διαπιστώσω αν μπορεί να δώσει και άξια φήμης ερυθρά κρασιά. Διαπίστωσα λοιπόν ότι η μονοσήμαντη αναφορά στην δυνατότητα του Ασπρόκαμπου να δώσει ροζέ οίνους ίσως τελικά να αποτελεί και ρετσινιά (με όλο τον σεβασμό στην λατρεμένη μου Ρετσίνα). Ο Ασπρόκαμπος όχι μόνο μπορεί να δώσει μεγάλα και στιβαρά κόκκινα κρασιά αλλά τα διαθέτει ήδη. Αυτό αποδείχτηκε ξεκινώντας από τον οίνο δεξαμενής της Στροφιλίας, συνεχίζοντας στην πολύ καλή Νεμέα του Ηλία Μπίζιου και τελειώνοντας στις άκρως ενδιαφέρουσες και εντυπωσιακές προτάσεις του κτήματος Πυργάκη.

Και συνεχίζω. Στο περσινό Οινόραμα φεύγοντας το μάτι μου έπεσε σε ένα τραπέζι που φιλοξενούσε μια σειρά κρασιών με κάτι παράξενες ετικέτες. Μιλάμε για τις καλύτερες και πιο ευφάνταστες ετικέτες στον κόσμο. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα βεβαίως αλλά εμένα με εντυπωσιάσανε. Κόλλησα, αλλά δεν δοκίμασα τότε, δεν άντεχα άλλο. Φέτος ήρθε η σειρά του. Μιλάω για το οινοποιείο GK Wines του κ. Γιώργου Κίτου. Όλη η σειρά των κρασιών του ήταν μια γροθιά στο στομάχι. Ξεκινώντας από τις ποικιλίες που έχει επιλέξει να οινοποιήσει, τον τρόπο που τις καλλιεργεί, τις μεθόδους  οινοποίησης και τα μέσα που χρησιμοποιεί και καταλήγοντας στο περιεχόμενο που όμοιό του δεν θα βρεις πουθενά. Δεν αναφέρομαι μόνο στην κορυφαία ποιότητα αλλά στο πόσο διαφορετικά από τον μέσο όρο είναι τα κρασιά του και πόσο έντονο χαρακτήρα έχουν.


Η συνέχεια περιελάβανε μία επίσκεψη στο τραπέζι του Αϊβαλή για μία πρώτη γνωριμία με τα ομολογουμένως εντυπωσιακά και μεστά κρασιά του κάποια από τα οποία προέρχονται από εντυπωσιακά χαμηλές στρεμματικές αποδόσεις. Εκεί είχα και την τύχη να δοκιμάσω το φημισμένο «4».

Κάπου εκεί η κούραση είχε αρχίσει να με καταβάλει. Αν και είχα στη λίστα μου να δοκιμάσω μια σειρά από ετικέτες που μέσα στη χρονιά είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον και παλαιομένους οίνους,  αποφάσισα να παρακάμψω το πρόγραμμα γιατί η περιέργειά μου με οδήγησε ξανά στην αίθουσα των οινικών αποκαλύψεων όπου θα είχα την δυνατότητα να δοκιμάσω μικρούς παραγωγούς και ίσως να ανακαλύψω και άλλα ενδιαφέροντα πράγματα. Έτσι λοιπόν άφησα στην άκρη την επίσκεψη στο τραπέζι του Σκλάβου από την Κεφαλλονιά, τα παλαιωμένα και τα διάφορα για χάρη των μικρών οινοποιών. Στην αίθουσα των οινικών αποκαλύψεων βρισκόταν και τα τραπέζια του Μελιτζανή, του Μπίζιου και του Κίτου τα οποία είχα ήδη επισκεφτεί. Η κούραση όμως ήταν μεγάλή και ότι και να γράψω νομίσω ότι δεν θα είναι αντικειμενικό. Σημειώνω απλά ότι μου έμειναν στο μυαλό τα κρασιά από την Ικαρία του Τσαντίρη και από την Μακεδονία του Μητρούλη.

Και του χρόνου.